ακαπέλωτος

ακαπέλωτος
-η, -ο [καπελώνω]
αυτός που δεν φοράει καπέλο, ασκεπής, ξεσκούφωτος
αυτός που αγοράζεται ή πουλιέται στην κανονική τιμή, χωρίς αθέμιτη επιβάρυνση, χωρίς καπέλωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακαπέλωτος — η, ο ο χωρίς καπέλο: Συνήθιζε να περπατά ακαπέλωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”